δαιμονοπαθής

δαιμονοπαθής
ης, ες см. δαιμονομανής

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "δαιμονοπαθής" в других словарях:

  • δαιμονοπαθής — ( ούς), ές 1. αυτός που κατέχεται από δαίμονα 2. ιατρ. όποιος πάσχει από δαιμονοπάθεια …   Dictionary of Greek

  • δαιμονοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει κυριευτεί ή νομίζει ότι έχει κυριευτεί από δαίμονες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαιμονομανής — ( ούς), ές 1. αυτός που νομίζει ότι κατέχεται από δαίμονα, ο δαιμονοπαθής 2. ο προσηλωμένος φανατικά στη δαιμονολατρία 3. ο ασχολούμενος εντατικά με έρευνες σχετικές με τους δαίμονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων ( ονος) + μανής < μαίνομαι. Η λ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»